‘Η Δημοκρατία της Μακεδονίας, στη διαπραγματευτική διαδικασία χρησιμοποιεί τη δύναμη των επιχειρημάτων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία δυστυχώς, περιστασιακά, χρησιμοποιεί το επιχείρημα της ισχύος για να ασκήσει πίεση προς τη Μακεδονία’ δήλωσε ο υπουργός εξωτερικών της πΓΔΜ ενόψει της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. για την ονομασία της χώρας του την 1η Νοεμβρίου. Είτε όμως χρησιμοποιούμε τα ιστορικά και λογικά επιχειρήματα μας είτε όχι, το σίγουρο είναι πως αποτύχαμε να πείσουμε όχι μια, όχι δύο, αλλά 121 χώρες του κόσμου να μην αναγνωρίσουν τη γείτονα ως ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’.
Από την άλλη, το 58,2% των Ελλήνων αντιτίθεται σε κάθε συμβιβαστική λύση που θα περιλαμβάνει το όνομα ‘Μακεδονία’, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis, που δημοσιεύτηκε προ λίγων ημερών. Την ίδια στιγμή όμως η υπουργός εξωτερικών της χώρας μας τάσσεται υπέρ μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης, διευκρινίζοντας πως αυτή θα είναι μια σύνθετη ονομασία, η οποία θα προσδιορίζει τη γειτονική χώρα σε σχέση με τη Μακεδονία ως γεωγραφική ενότητα.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δεν ευνοεί προφανώς τη διευθέτηση του θέματος και εκθέτει την ελληνική πολιτική ηγεσία των τελευταίων ετών. Η ίδια επέτρεψε να φτάσουμε στο σημερινό αδιέξοδο, δείχνοντας ανοχή ή ακόμη και καταφεύγοντας σε εθνικιστικές κορώνες γύρω από το θέμα των Σκοπίων εδώ και 15 χρόνια. Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί εγκαίρως μια συμβιβαστική λύση, που ήταν αναμφισβήτητα εφικτή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ικανή να αποτρέψει την αναγνώριση του γειτονικού κράτους ως ‘Δημοκρατίας της Μακεδονίας’.
Είναι λοιπόν πια καιρός να συνειδητοποιήσουμε πως ‘η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού’, όπως είχε επισημάνει ο Bismarck από το 19ο αιώνα. Η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων το απαιτεί, από τη στιγμή μάλιστα που έχουμε τόσα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ανοικτά.